Ο βασικός περιορισμός της δυνατότητας των γυναικών για υψηλότερες αμοιβές-εκτός από το τεράστιο πρόβλημα του εργασιακού καταμερισμού, το οποίο διαιρεί την αγορά εργασία σε "ανδρικά" και "γυναικεία" επαγγέλματα-οφείλεται στην ανάγκη των γυναικών να συνδυάσουν τη διπλή ευθύνη της οικιακής εργασίας και της αμειβόμενης απασχόλησης. Στη Δανία, το 46% των παντρεμένων γυναικών εργάζεται ενώ στις ΗΠΑ το 56%.
Και σε αυτές τις γυναίκες δεν συγκαταλέγονται απαραίτητα νέες, άτεκνες γυναίκες, ή μητέρες που επιστρέφουν στην εργασία αφού έχουν μεγαλώσει τα παιδιά τους. Στη Σουηδία το 1974, το 57% των γυναικών με παιδιά κάτω των 7 ετών εργάζονταν, όπως και το 37% των Αμερικανίδων με παιδιά κάτω των 6 ετών. Σε Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, το ποσοστό των γυναικών στην αμειβόμενη απασχόληση πέφτει μόνο ελάχιστα στις ηλικίες στις οποίες, κυρίως, αποκτούν παιδιά.
Γενικότερα, θα λέγαμε ότι παραμένει βαθιά ριζωμένη η αντίληψη ότι η οικιακή εργασία και η ανατροφή των παιδιών είναι μάλλον ευθύνη των γυναικών παρά των αντρών. Σε λίγες χώρες-για παράδειγμα στην Κίνα, την Κούβα, τη Σουηδία και την Αλβανία-ο καταμερισμός των οικιακών ευθυνών αποτελεί επίσημη πολιτική. Στην Ανατολική Ευρώπη-όπου το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που απαρτίζεται από γυναίκες είναι το υψηλότερο του κόσμου-είναι το κράτος που στοχεύει στο να αναλαμβάνει μέρος του οικογενειακού φορτίου των γυναικών με την παροχή υπηρεσιών φροντίδας των παιδιών. Αλλού, οι εργαζόμενες γυναίκες τείνουν να έχουν είτε δύο εργασίες πλήρους απασχόλησης ή να ωθούνται στην κατεύθυνση της μερικής απασχόλησης-συνήθως σε εργασίες χωρίς ειδικότητα, εργασίες ρουτίνας, χωρίς προοπτικές-έξω από το σπίτι.
Το διπλό φορτίο για τις εργαζόμενες γυναίκες επηρεάζει όχι μόνο την πραγματική ικανότητα των γυναικών να συναγωνίζονται σε ίση βάση τους άντρες στην αγορά εργασίας-πρέπει να μοιράζουν το χρόνο τους σε ένα μεγαλύτερο αριθμό καθηκόντων από ότι οι περισσότεροι άντρες-αλλα και τη θέση τους ως πιθανοί υπάλληλοι. Επειδή η σταθερή παραμονή στην εργασία αποτελεί πρόβλημα για τις περισσότερες γυναίκες, οι εργοδότες έχουν την τάση να φοβούνται ότι οι επενδύσεις στην εκπαίδευση τους δεν θα αποδώσουν. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα έξοδα φροντίδας των παιδιών, ή ένα μέρος αυτών, χρεώνονται πάντα στον εργοδότη της μητέρας και όχι του πατέρα, αποτελεί ένα ακόμα εμπόδιο στην πρόσληψη παντρεμένων γυναικών.
Παρά το γεγονός ότι σε πολλές χώρες η αμειβόμενη άδεια μητρότητας σημαίνει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός γυναικών έχουν σχετικά συντομα διαλείμματα από την εργασία-μικρότερα από ένα έτος-οι εργοδότες εξακολουθούν να θεωρούν ότι οι γυναίκες υπάλληλοι "περνούν απλώς τον χρόνο τους" έως ότου αρχίσει η ανατροφή των παιδιών. Η Σουηδία, η Νορβηγία και η Γαλλία δίνουν την ελευθερία στους γονείς να αποφασίσουν εάν την άδεια για τη φροντίδα του παιδιού (κατά τη γέννηση ενός παιδιού) θα την πάρει ο πατέρας ή η μητέρα. Στη Σουηδία, το ποσοστό των ανδρών που κάνουν χρήση αυτών των δικαιωμάτων χρόνο με το χρόνο αυξανόταν, δηλαδή από το 1974 που θεσπίστηκαν έφτασε το 1978 το 12%. Στην αυστρία, το Ισραήλ, τη Σουηδία και τη Φινλανδία, οι πατέρες καθώς και οι μητέρες έχουν τώρα δικαίωμα άδειας (με ή χωρίς αποδοχές) στην περίπτωση ασθένειας των παιδιών.
Όμως, τέτοια μέτρα αποτελούν εξαίρεση αφού σε πολλές χώρες ακόμα και η βασική προστασία της μητρότητας είναι αποσπασματική ή ανύπαρκτη. Για παράδειγμα, τα επιδόματα μητρότητας αντιστοιχούν σε πλήρεις αποδοχές μόνο σε πολύ λίγες χώρες στην Αφρική και την Ασία. Οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες αποκλείουν ολόκληρο τον ανεπίσημο και αγροτικό τομέα από την παροχή άδειας μητρότητας, αφήνοντας έτσι το μεγαλύτερο τμήμα του γυναικείου εργαζόμενου πληθυσμού-στο ακέραιο ή εν μέρει-επιδόματα μητρότητας στο προσωπικό τους. Και πάλι όμως, αυτό το μέτρο οδηγεί σε διακρίσεις κατά των γυναικών, δημιουργώντας εμπόδια στις ευκαιρίες πρόσληψης τους.
Πηγή: περιοδικό Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων
Και σε αυτές τις γυναίκες δεν συγκαταλέγονται απαραίτητα νέες, άτεκνες γυναίκες, ή μητέρες που επιστρέφουν στην εργασία αφού έχουν μεγαλώσει τα παιδιά τους. Στη Σουηδία το 1974, το 57% των γυναικών με παιδιά κάτω των 7 ετών εργάζονταν, όπως και το 37% των Αμερικανίδων με παιδιά κάτω των 6 ετών. Σε Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, το ποσοστό των γυναικών στην αμειβόμενη απασχόληση πέφτει μόνο ελάχιστα στις ηλικίες στις οποίες, κυρίως, αποκτούν παιδιά.
Γενικότερα, θα λέγαμε ότι παραμένει βαθιά ριζωμένη η αντίληψη ότι η οικιακή εργασία και η ανατροφή των παιδιών είναι μάλλον ευθύνη των γυναικών παρά των αντρών. Σε λίγες χώρες-για παράδειγμα στην Κίνα, την Κούβα, τη Σουηδία και την Αλβανία-ο καταμερισμός των οικιακών ευθυνών αποτελεί επίσημη πολιτική. Στην Ανατολική Ευρώπη-όπου το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που απαρτίζεται από γυναίκες είναι το υψηλότερο του κόσμου-είναι το κράτος που στοχεύει στο να αναλαμβάνει μέρος του οικογενειακού φορτίου των γυναικών με την παροχή υπηρεσιών φροντίδας των παιδιών. Αλλού, οι εργαζόμενες γυναίκες τείνουν να έχουν είτε δύο εργασίες πλήρους απασχόλησης ή να ωθούνται στην κατεύθυνση της μερικής απασχόλησης-συνήθως σε εργασίες χωρίς ειδικότητα, εργασίες ρουτίνας, χωρίς προοπτικές-έξω από το σπίτι.
Το διπλό φορτίο για τις εργαζόμενες γυναίκες επηρεάζει όχι μόνο την πραγματική ικανότητα των γυναικών να συναγωνίζονται σε ίση βάση τους άντρες στην αγορά εργασίας-πρέπει να μοιράζουν το χρόνο τους σε ένα μεγαλύτερο αριθμό καθηκόντων από ότι οι περισσότεροι άντρες-αλλα και τη θέση τους ως πιθανοί υπάλληλοι. Επειδή η σταθερή παραμονή στην εργασία αποτελεί πρόβλημα για τις περισσότερες γυναίκες, οι εργοδότες έχουν την τάση να φοβούνται ότι οι επενδύσεις στην εκπαίδευση τους δεν θα αποδώσουν. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα έξοδα φροντίδας των παιδιών, ή ένα μέρος αυτών, χρεώνονται πάντα στον εργοδότη της μητέρας και όχι του πατέρα, αποτελεί ένα ακόμα εμπόδιο στην πρόσληψη παντρεμένων γυναικών.
Παρά το γεγονός ότι σε πολλές χώρες η αμειβόμενη άδεια μητρότητας σημαίνει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός γυναικών έχουν σχετικά συντομα διαλείμματα από την εργασία-μικρότερα από ένα έτος-οι εργοδότες εξακολουθούν να θεωρούν ότι οι γυναίκες υπάλληλοι "περνούν απλώς τον χρόνο τους" έως ότου αρχίσει η ανατροφή των παιδιών. Η Σουηδία, η Νορβηγία και η Γαλλία δίνουν την ελευθερία στους γονείς να αποφασίσουν εάν την άδεια για τη φροντίδα του παιδιού (κατά τη γέννηση ενός παιδιού) θα την πάρει ο πατέρας ή η μητέρα. Στη Σουηδία, το ποσοστό των ανδρών που κάνουν χρήση αυτών των δικαιωμάτων χρόνο με το χρόνο αυξανόταν, δηλαδή από το 1974 που θεσπίστηκαν έφτασε το 1978 το 12%. Στην αυστρία, το Ισραήλ, τη Σουηδία και τη Φινλανδία, οι πατέρες καθώς και οι μητέρες έχουν τώρα δικαίωμα άδειας (με ή χωρίς αποδοχές) στην περίπτωση ασθένειας των παιδιών.
Όμως, τέτοια μέτρα αποτελούν εξαίρεση αφού σε πολλές χώρες ακόμα και η βασική προστασία της μητρότητας είναι αποσπασματική ή ανύπαρκτη. Για παράδειγμα, τα επιδόματα μητρότητας αντιστοιχούν σε πλήρεις αποδοχές μόνο σε πολύ λίγες χώρες στην Αφρική και την Ασία. Οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες αποκλείουν ολόκληρο τον ανεπίσημο και αγροτικό τομέα από την παροχή άδειας μητρότητας, αφήνοντας έτσι το μεγαλύτερο τμήμα του γυναικείου εργαζόμενου πληθυσμού-στο ακέραιο ή εν μέρει-επιδόματα μητρότητας στο προσωπικό τους. Και πάλι όμως, αυτό το μέτρο οδηγεί σε διακρίσεις κατά των γυναικών, δημιουργώντας εμπόδια στις ευκαιρίες πρόσληψης τους.
Πηγή: περιοδικό Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων